***
ΙΔΡΥΜΑ
ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ – ΟΙΚΟΚΥΡΙΚΗ
ΣΧΟΛΗ ΞΑΝΘΗΣ
Οικοκυρικός - ή-όν νεώτ., ο ανήκων ή αναφερόμενος εις τον οικοκύρην ή την οικοκυράν, ιδ. Ο σχετικός προς τα έργα και τας ασχολίας της οικοδεσποίνης: οικοκυρικά καθήκοντα, οικοκυρική σχολή (έν η διδάσκονται τα εις την οικοδέσποινα καθήκοντα έργα) ||
το θηλ. οικοκυρική ως ουσ. το σύνολον των απαιτούμενων γνώσεων διά την υπό την διεύθυνσιν της οικοδεσποίνης καλήν διοίκησιν και λειτουργίαν των του οίκου, ά. οικιακή οικονομία.
Δημητράκου Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης

***